νοθεύω

νοθεύω
(ΑΜ νοθεύω) [νόθος]
1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση
και κερδοσκοπία
μσν.
1. δελεάζω, πλανεύω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νοθευμένος, -η, -ον
μοιχός
μσν.-αρχ.
(σχετικά με βιβλίο, λέξη, ή στίχο) θεωρώ νόθο, μη γνήσιο
αρχ.
1. (σχετικά με γυναίκα) παραπλανώ, παρασύρω στην ανηθικότητα
2. (για έγγαμο) μοιχεύω
3. ιατρ. απομακρύνω κάτι από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη μορφή που έχει σε φυσιολογική κατάσταση («[πυρετὸς] ὅστις ἂν τὸ εἶδος νοθεύσῃ», Γαλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «νοθεύει
άπαλλοτριεῑ, ἀπατᾱ, κολακεύει».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοθεύω — corrupt pres subj act 1st sg νοθεύω corrupt pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύω — νοθεύω, νόθεψα και νόθευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοθεύω — νόθεψα, νοθεύτηκα, νοθεμένος και νοθευμένος 1. αλλοιώνω τα συστατικά πράγματος: Νοθεύονται τα καύσιμα. 2. παραποιώ, καταστρέφω τη γνησιότητα πράγματος: Η προσωποληψία νοθεύει τη βούληση του πολίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νενοθευμένα — νοθεύω corrupt perf part mp neut nom/voc/acc pl νενοθευμένᾱ , νοθεύω corrupt perf part mp fem nom/voc/acc dual νενοθευμένᾱ , νοθεύω corrupt perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύετε — νοθεύω corrupt pres imperat act 2nd pl νοθεύω corrupt pres ind act 2nd pl νοθεύω corrupt imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύῃ — νοθεύω corrupt pres subj mp 2nd sg νοθεύω corrupt pres ind mp 2nd sg νοθεύω corrupt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθευμένον — νοθεύω corrupt perf part mp masc acc sg νοθεύω corrupt perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθευμένων — νοθεύω corrupt perf part mp fem gen pl νοθεύω corrupt perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθεῦσθαι — νοθεύω corrupt perf inf mp νοθεύω corrupt perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθευθέντα — νοθεύω corrupt aor part pass neut nom/voc/acc pl νοθεύω corrupt aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”