- νοθεύω
- (ΑΜ νοθεύω) [νόθος]1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτησηκαι κερδοσκοπίαμσν.1. δελεάζω, πλανεύω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νοθευμένος, -η, -ονμοιχόςμσν.-αρχ.(σχετικά με βιβλίο, λέξη, ή στίχο) θεωρώ νόθο, μη γνήσιοαρχ.1. (σχετικά με γυναίκα) παραπλανώ, παρασύρω στην ανηθικότητα2. (για έγγαμο) μοιχεύω3. ιατρ. απομακρύνω κάτι από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη μορφή που έχει σε φυσιολογική κατάσταση («[πυρετὸς] ὅστις ἂν τὸ εἶδος νοθεύσῃ», Γαλ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «νοθεύειάπαλλοτριεῑ, ἀπατᾱ, κολακεύει».
Dictionary of Greek. 2013.